- δέσμευση
- (Νομ.).Όρος που αναφέρεται στις υποχρεώσεις που συνεπάγεται κάθε δικαιοπραξία για τα συμβαλλόμενα πρόσωπα. Ο χρόνος έναρξης και τερματισμού κάθε δ. έχει πολύ μεγάλη σημασία, γι’ αυτό και καθορίζεται με ακρίβεια στις σχετικές διατάξεις ή προσδιορίζεται με την ερμηνεία τους. Για παράδειγμα, η πρόταση κάποιου προσώπου σε ένα άλλο για την κατάρτιση ορισμένης σύμβασης μεταξύ τους το δεσμεύει για όλο το χρονικό διάστημα που έχει δοθεί για την απάντηση, εκτός εάν απέκλεισε τη δ. ή αποκλείεται αυτό από τις περιστάσεις και τη φύση της σύμβασης (π.χ. αόριστη πρόταση ή γενική πρόταση). Στον πλειστηριασμό υπάρχει δ. του υπερθεματιστή ωσότου γίνει νέα προσφορά. Τα όρια της δ. σταματούν στο σημείο που θεωρείται ότι περιορίζουν υπέρμετρα την ελευθερία, οπότε η σχετική δικαιοπραξία είναι άκυρη, ως αντιβαίνουσα στα χρηστά ήθη. Περίπτωση αποκλεισμού κάθε δ. συναντάμε μόνο σε ορισμένες περιπτώσεις.
* * *η (AM δέσμευσις) [δεσμεύω]η συγκράτηση ή συσκευασία με δεσμό, το δέσιμονεοελλ.1. το να αναλαμβάνει κανείς ηθική ή νομική υποχρέωση για κάτι2. φρ. «δέσμευση καταθέσεων» — απαγόρευση τής ανάληψης καταθέσεων με κρατική απόφαση ώστε να αντιμετωπιστούν έκτακτοι κίνδυνοι3. (αστ.-δίκ.) απαγόρευση ή περιορισμός που επιβάλλει η κρατική εξουσία για τα συμφέροντα τού κράτους στη χρησιμοποίηση κάποιας ιδιοκτησίας4. χημ. συνένωση μιας χαρακτηριστικής ομάδας οργανικής ουσίας με κατάλληλη ρίζα, με σκοπό την προστασία τής ομάδας κατά τη διάρκεια μιας χημικής αντίδρασηςμσν.φυλάκιση.
Dictionary of Greek. 2013.